Ἥλιοι

Ἥλιοι
Ἥλιος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἥλιοι — ἥλιος sun masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκίνης, Σπύρος — (Χαλκίδα 1928 –). Βιβλιοθηκονόμος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και βιβλιοθηκονομία και σταδιοδρόμησε ως προϊστάμενος των βιβλιοθηκών της Χαλκίδας (1957 64), του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1965 67), του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1968… …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”